παλιοημερολογίτης

παλιοημερολογίτης
ο, θηλ. παλιοημερολογίτισσα
βλ. παλαιοημερολογίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Παλαιοημερολογίτης — και Παλιοημερολογίτης, ο, θηλ. ισσα οπαδός μικρής μερίδας Ορθόδοξων χριστιανών που εμμένουν στην διατήρηση τού παλαιού εκκλησιαστικού ημερολογίου, δηλ. τού Ιουλιανού Ημερολογίου, και τελούν τις εορτές κατά τις αναγνωρισμένες από το ημερολόγιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”